ἔνσαρκον

ἔνσαρκον
ἔνσαρκος
of flesh
masc/fem acc sg
ἔνσαρκος
of flesh
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ένσαρκος — η, ο (AM ἔνσαρκος, ον) 1. αυτός που έχει ανθρώπινη σάρκα (σε αντίθεση με τον άυλο, τον πνευματικό) 2. φρ. α) «ἡ ἔνσαρκος οἰκονομία» η ενανθρώπηση τού Υιού και Λόγου τού Θεού, τού Χριστού β) «ο ένσαρκος άγγελος» προσωνυμία τού Προφήτη Ηλία, τού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”